- μνησιπονηρώ
- μνησιπονηρῶ, -έω (Α)μνησικακώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι- σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + -πονηρώ (< -πόνηρος < πονηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek